|Ε.Ε.Τ.Τ.| Με τον ΟΤΕ να αποχωρεί από τη διαδικασία καταγγέλλοντας ότι γίνεται σαφής παραβίαση των δικονομικών του δικαιωμάτων ολοκληρώνεται η ακρόαση από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών για τα προβλήματα που έχουν ανακύψει με την προεπιλογή φορέα.
Ο ΟΤΕ παραπέμφθηκε κατηγορούμενος από εναλλακτικούς τηλεπικοινωνιακούς φορείς ότι παραβιάζει τους νέους κανόνες της Ε.Ε.Τ.Τ για την προεπιλογή.



Το θέμα είναι πολύ σοβαρό, όπως τόνιζαν παράγοντες της αγοράς, καθώς ήδη ο ΟΤΕ έχει προχωρήσει σε 30.000 περίπου αυθαίρετες, όπως τις χαρακτήριζαν, διακοπές υπηρεσιών προεπιλογής φορέων.



Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον νέο κανονισμό, ένας συνδρομητής ο οποίος θέλει να φύγει από έναν εναλλακτικό με τον οποίο έχει σύμβαση προεπιλογής και να επιστρέψει στον ΟΤΕ, πρέπει να καταθέσει τη σχετική αίτηση στον εναλλακτικό και όχι στον ΟΤΕ. Έτσι, ο εναλλακτικός έχει περιθώριο πέντε ημερών για να μεταπείσει τον πελάτη του. Ο ΟΤΕ με χθεσινό έγγραφό του, ζήτησε να μην συνεξεταστούν όλες οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που είχαν κατατεθεί από τους εναλλακτικούς επικαλούμενος παραβίαση των διατάξεων του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.



Προσωρινή διαταγή κατά του ΟΤΕ για την υπόθεση της διαδικασίας επαναπόκτησης πελατών εξέδωσε πριν από λίγο η ΕΕΤΤ.



Το θέμα αφορά τη διαδικασία με βάση την οποία ο ΟΤΕ μπορεί να επαναπροσελκύει στο δίκτυό του πελάτες εναλλακτικών παρόχων και, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, έχει προκαλέσει τεράστια ζημία στους εναλλακτικούς και έχει επιτρέψει στον ΟΤΕ να κερδίσει μεγάλο κομμάτι των ”χαμένων” συνδρομητών του.



Η καταγγελία έγινε από τις εταιρείες Forthnet, Teledome και Vivodi ενώ παρενέβησαν στη συνέχεια όλες (εξαιρουμένης μίας) οι εταιρείες. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης η πλευρά του ΟΤΕ αποχώρησε και έτσι η απόφαση εξεδόθη ερήμην του.



Σύμφωνα με πληροφορίες, η απόφαση της ΕΕΤΤ επιβάλλει στον ΟΤΕ να ενημερώσει όλες του τις υπηρεσίες εντός δύο ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, και να σταματήσει κάθε πολιτική επαναπόκτησης πελατών και κάθε κατάργηση προεπιλογής εκτός από αυτή που προβλέπεται από τη διαδικασία που έχει ορίσει η ΕΕΤΤ μέχρι την οριστική εκδίκαση της απόφασης.